ὑποκινούμενος

ὑποκινούμενος
ὑποκινέω
move softly
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
ὑποκῑνούμενος , ὑποκινέω
move softly
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …   Dictionary of Greek

  • παθοκίνητος — παθοκίνητος, ον (Μ) ο υποκινούμενος από πάθος ή πάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος + κινοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Σαβοναρόλα, Τζιρόλαμο — (Savonarola). Ιταλός θεολόγος (Φέρράρα 1452 Φλωρεντία 1498). Έπειτα από σπουδές ιατρικής, φιλοσοφίας, μουσικής και ζωγραφικής, μπήκε το 1475 στο τάγμα των δομινικανών και στάλθηκε στη Φερράρα (1479) για να σπουδάσει θεολογία στο εκεί πανεπιστήμιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”